- τρυπητής
- ο, ΝΑ [τρυπῶ]αυτός που ανοίγει οπές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυπητής — borer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπητά — τρυπητά̱ , τρυπητής borer masc nom/voc/acc dual τρυπητής borer masc voc sg τρυπητής borer masc nom sg (epic) τρυπητός pierced neut nom/voc/acc pl τρυπητά̱ , τρυπητός pierced fem nom/voc/acc dual τρυπητά̱ , τρυπητός pierced fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καστροτρυπητής — καστροτρυπητής, ὁ (Α) αυτός που «τρυπά», δηλ. κυριεύει το κάστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + τρυπητής (< τρυπῶ] … Dictionary of Greek
Μήλου, δήμος — Δήμος (4.771 κάτ.) του νομού Κυκλάδων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αδάμαντος, Πέραν Τριοβασάλου, Τριοβασάλου και Τρυπητής οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του… … Dictionary of Greek